- καλπονόθευση
- η καλπονοθεία*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νόθευση (< νοθεύω). Η λ. στον λόγιο τ. καλπονόθευσις μαρτυρείται από το 1855 στον Θεόδ. Γ. Ορφανίδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλπονόθευση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καλπονοθεύω, νόθευση του αποτελέσματος των εκλογών: Σε μερικές περιοχές έγινε μεγάλη καλπονόθευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)